Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Σκοτεινό δάσος.

Τέλος εβδομάδας. Παρασκευή. Αγία Παρασκευή. Πάλι καλά που υπάρχει δουλειά. Πάλι καλά που έχεις Παρασκευή. Σάββατο να είναι μάστορα κι ας είναι εξήντα ώρες. Μα δε θα ρθει η Δευτέρα; Τώρα όμως είναι Παρασκευή. Σ΄ ένα μπαλκόνι, πίσω από ένα παράθυρο και στο βάθος του ορίζοντα μια θάλασσα κι ένα μικρό δάσος σκοτεινό.
Καταφύγιο των παλιών μυστικών, καταφύγιο για ζευγαράκια, για μπαλαμούτιασμα, για νταραβέρια για κολύμπι μετά από κοπάνα. Εκεί που τρύπωναν κάθε λογής ήχοι από λαχανιάσματα, αναστεναγμούς, χαμουρέματα, ντουμανιάσματα. Τρυπωμένη μια ατέλειωτη εφηβεία. Τρυπωμένα γίνονταν τ’ αγόρια άντρες και τα κορίτσια γυναίκες, λέγοντας  «σ αγαπώ»  τρεμάμενα στο ρυθμό από τα σημαιάκια των σκαφών που ήταν δεμένα. Κορμιά δεμένα μ αγκαλιές κι ένα τσιγάρο που θέλαμε να είναι ατέλειωτο. Πότε θα βρεθεί το τσιγάρο που δε τελειώνει ποτέ; Άγγελοι με πεντάλ και φτερά χαρτάκια. Χαρτάκια άσσου κασετίνα, Καρέλια κασετίνα, Σαντέ σκέτου. Χαρτάκια μανταλάκια. Άλλα χαρμάνια μόνο που χάλασαν τη γεύση από το CAMEL και το γυρίσαμε σ’ άλλα.
 Μάτια μεθυσμένα από την κουβέντα, χαμένα στα χαμομήλια τ΄ ουρανού. Κορμιά κατάρτια  στο αγέρι, αγέρι που χαϊδεύει το κατάρτι όπως η αγαπητικιά το κορμί του αγαπητικού της. Α+Β = love χαραγμένα στα δέντρα του δάσους και γραμμένα στα παγκάκια. Ατελείωτοι οργασμοί, ονειρώξεις, σκοτεινών κορμιών, σιωπηλών αναστεναγμών, φωτεινών ψυχών. Ψυχές λαμπιόνια,  σπασμένη ανάκλαση λαμπιονιών στο κύμα.

 Τέλος εποχής, τέλος εβδομάδας, τέλος τα τσιγάρα. Επανασυγκόλληση παλαιών φίλων, φίλων που πέρασαν και δε κόλλησαν. Ευτυχώς που έχουμε την Παρασκευή …και για όσο.

Περίανδρος Παπανικολάου





Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Εκείνος. Τέος Σαλαπασίδης.

Τον αγαπούσαμε γιατί ήτανε παλικάρι
Τον αγαπούσαμε για την περίφημη γροθιά του
Για το σταθερό γαλάζιο του βλέμμα
Τον αγαπούσαμε γιατί περίμενε σαν παιδί την Άνοιξη
Ζωγραφίζοντας λουλούδια και φωτιές
Τον αγαπούσαμε γιατί βάδιζε όρθιος
Και γελούσε στα σκοτάδια πολεμώντας
Τον αγαπούσαμε για την απλή προσταγή του
Για το φαρδύ του στήθος- που αργότερα ματώθηκε
Τον αγαπούσαμε για το βουνίσιο του τραγούδι
Τον αγαπούσαμε πιότερα Σα δεν τραγούδαγε
Τότε γέμιζε το πιστόλι του σφυρίζοντας
Τον αγαπούσαμε – νικούσε και τον ήλιο με γιουρούσι
Γατί μάτωνε τις νύχτες μ΄ενέδρες
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη
Την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυό σφαίρες
- Τότε που σκόρπαγε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες
Τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε – ο Χάρης!

 Το πατάρι 
                                                                                                                      Στον Τέο Σαλαπασίδη
Ο Λουμίδης τω καιρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε τα πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζεύαμε ήλιους και φεγγάρια μέσα απο τα τζάμια του και μελλοντικά τραγούδια μεσ' απ΄τα σπλάχνα μας
...................................................................................
Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου, το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής, τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διενυκτερεύοντα της Ομονοίας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνία ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα και τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας

Θωμάς Γκόρπας


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Τζεμάλ Σουρεγιά .Το πλοίο των οχτώ και δέκα


Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Το κέντρο ενός κήπου…
Άνθος χειμερινό, σε μεταξένιο μπλε.
Ανεβαίνεις στον επάνω όροφο,
Τσιγάρο για να κάνεις…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Άϋπνη μιλιά…
Δυσαρεστημένη είσαι με την δουλειά σου,
Και δεν αγαπάς την πόλη ετούτη.
Αλλιώς, θα δίπλωνες την εφημερίδα…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Φιλιά παλιά…
Το αδιάφανο τζάμι του μπάνιου.
Δεν φάνηκες για κάποιες μέρες…
Τραγούδια σχολικά έχει η φωνή σου…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Την ακαταστασία του σπιτιού…
Και όλο και πιάνεις το κεφάλι σου,
Προσπαθείς να φτιάξεις την μοναξιά σου…
Που χαλάει στον άνεμο.
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Λέξεις που δεν μπόρεσες να πεις…
Μικρές και σύντομες ίσως,
Που όμως στέκουν σαν μνημεία,
Την ώρα αυτή.
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Πράγματα που δεν έχεις πει.