Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

"Προβένζτα".....άκρως Βαρναλική.
                           Δρ. Χριστίνα-Παναγιώτα Μανωλέα Φιλόλογος


Ως επιμελήτρια του τόμου θα ήθελα ευθύς εξαρχής να δηλώσω ότι η « Προβέντζα» αποτελεί  ένα δείγμα καλής ποίησης. Είναι καθολικά παραδεκτό, βεβαίως, ότι στην ελληνική γλώσσα γραφόταν και συνεχίζει να γράφεται ποίηση ποιότητας. Δεν αναφέρομαι μόνον στα δύο βραβεία Νομπέλ, τα οποία κέρδισαν ως φαβορί ο Γιώργος Σεφέρης το 1963 και μολονότι αουτσάιντερ ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979. Στην ουσία, αναφέρομαι στο σύνολο των ποιητικών συλλογών, που είδαν το φως από την συγκρότηση του ελληνικού κράτους και ύστερα. Απηχώντας τάσεις και ρεύματα της εποχής, εκφράζοντας τις επιθυμίες του κόσμου κατά την ιστορική πραγματικότητα, στην οποία έζησε ο ποιητής, αλλά ταυτόχρονα και αποκαλύπτοντας το βαθύτερο «εγώ» του, οι ποιητικές συλλογές που εκδίδονται δεν παύουν να είναι δείγματα καλής ποίησης. Ένα από αυτά είναι και η "Προβέντζα" του Περίανδρου Παπανικολάου.
Είναι σχεδόν αδύνατο να σας μεταφέρω πόση χαρά ένιωσα όταν ο παλαιός μου αριστούχος φοιτητής και καλός φίλος Περίανδρος Παπανικολάου μού ζήτησε να διαβάσω κάποια  ποιήματα, τα οποία είχε γράψει. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Δουλειά των φιλολόγων είναι να διαβάζουν κείμενα, να τα επιμελούνται να τα παρουσιάζουν, να τα «ξεκλειδώνουν», ενίοτε και  να τα κρίνουν (με αμιγώς φιλολογικά κριτήρια). Λέγεται ότι οι φιλόλογοι είναι καλοί σε αυτό, αλλά όχι στο να γράφουν λογοτεχνικά κείμενα οι ίδιοι – με την εξαίρεση του Βάρναλη και του Γρυπάρη, ας μου επιτραπεί. Θα ήθελα, όμως, να μοιραστώ μαζί σας τα συναισθήματα και τις σκέψεις, τα οποία βίωσα διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής που κρατάτε στα χέρια σας.
Ο Περίανδρος Παπανικολάου είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής. Κρατάτε στα χέρια σας την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Από τον τίτλο κιόλας της συλλογής, ο ποιητής δίνει το στίγμα του. Η συλλογή τιτλοφορείται Προβέτζα. «Προβέτζα» είναι το μπουρίνι, στην μεσολογγίτικη ντοπιολαλιά. Ο ποιητής είναι Έλληνας, είναι Μεσολογγίτης και αυτό όχι μόνον περνάει στην ποίησή του, αλλά ασκεί καταλυτκό ρόλο στη διαμόρφωσή της. Και όχι μόνον αυτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Προχωρώντας στο ίδιο το βιβλίο, το πρώτο κιόλας ποίημα, «Ο Σκάπουλος», αναφέρεται στον τόπο καταγωγής του ποιητή, την Ελλάδα, και μάλιστα κινείται σε έναν συνδυασμό παρελθόντος και παρόντος. Σκάπουλος είναι ο ψαράς με το καμάκι και το πυροφάνι. Εδώ θυμόμαστε, βέβαια, ότι η αλιεία έχει τους κανόνες της – σκάπουλος, λοιπόν,  είναι ο ο ψαράς που έχει το δικαίωμα να ψαρεύει μόνο σε ορισμένες περιοχές της λιμνοθάλασσας, που δεν έχουν νοικιαστεί. Προχωράμε στο ποίημα. Η Ελλάδα γενικά, που οπωσδήποτε περιλαμβάνει και το Μεσολόγγι, είναι η ξέρα. Γνωρίζουμε για την κάθοδο των ελληνικών φύλων, Αχαιών, Ιώνων και Δωριέων, που ήταν πολεμιστές. Τα ελληνικά φύλα ήταν πολεμιστές. Στο ποίημα αυτό  ρητά δηλώνεται με τον μετασχηματισμό των πολεμιστών σε  πειρατές, όπως δείχνει το «ρεσάλτα», αλλά και η τελευταία γραμμή του ποιήματος. Αυτοί οι πειρατές διάλεξαν την Ελλάδα (ή το Μεσολόγγι)  ως τόπο ανάπαυσης και ηρεμίας. Οι ίδιοι δεν ήταν τυχαίοι – «Ήταν από τότε άφοβοι και τολμηροί./Κοκκινισμένα τα μαχαίρια τους,οι ψυχές τους, αχόρταγες, απύθμενες.» Μετά από 6 γραμμέςόμως, περνάμε στην σημερινή εποχή. Απερίφραστα, κοφτά, καταγγέλλεται η προγονολαγνεία – δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη απόγονοι καταλαμβάνει από μόνη της έναν ολόκληρο στίχο. Είναι φανερό ότι ο ποιητής στέκεται πολύ κριτικά (για να μην πω εχθρικά) απέναντι στους σύγχρονους, που καπηλεύονται την αρχαία δόξα.  Δεν πρέπει να ξεχνούν ότι κατάγονται από κουρσάρους – και με λύπη, ή, μάλλον, με οργή, ο ποιητής διαπιστώνει ότι από τους προγόνους οι σύγχρονοι δεν έχουν κρατήσει τα θετικά, αλλά περισσότερο τα αρνητικά, τα ζωώδη τους στοιχεία. Ετσι κι αλλιώς, τα τελευταία υπάρχουν, θέλουμε δεν θέλουμε να τα παραδεχτούμε. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνουν οι πολύ δυνατοί τρεις τελευταίοι στίχοι του ποιήματος:
«Θα σας χαλάσει τη βραδιά η Πασιφάη απόψε!
Στην ξέρα θα μείνετε άπραγοι
Στοιχειά
κουρσάρικης σποράς».

Είναι σαφές ότι εδώ καταγγέλλεται η στείρα προγονολαγνεία του συνόλου των Ελλήνων και γίνεται φανερή η  μοναξιά, αλλά και η οργή του ποιητή.
Ευφυή αναπροσαρμογή της αρχαίας παράδοσης, πάντοτε όμως με το βλέμμα στη σύγρονη πραγματικότητα, αποτελεί το δεύτερο ποίημα της συλλογής, η «Ευρύκλεια» (η γριά δούλα, αφοσιωμένη στον οίκο του Οδυσσέα, που τον αναγνώρισε από την ουλή στο πόδι του στην ομηρική Οδύσσεια). Ο Περίανδρος από την αρχή δηλώνει ότι ήταν σκλάβα («Για είκοσι βόδια την είχε αγοράσει ο Λαέρτης»). Στη συνέχεια αναφέρεται ότι αυτή είχε μεγαλώσει τον Οδυσσέα και γίνεται φανερό ότι δεν είχε καμμία αυταπάτη για τον χαρακτήρα τουσιγά μη γυρίσει, αυτός καλά γλεντάει τώρα»). Κατά τον Περίαναδρο, η Ευρύκλεια θα ήταν μία από τους πολλούς που δεν θα είχαν κατηγορήσει την Πηνελόπη, εάν δεν περίμενε την επιστροφή του άνδρα της και είχε παντρευτεί στο ενδιάμεσο. Κινούμαστε σε ένα σαφές αντι-ηρωικό και ίσως και κάπως ταξικό πλαίσιο. Η ανατροπή, όμως,  έρχεται στο τέλος. Μετά την κορυφαία στιγμή της αναγνώρισης, που τόσο ωραία την έδωσε ο Ομηρος, ο Περίανδρος βάζει την Ευρύκλεια να σκέφτεται να φανερώσει στους μνηστήρες ότι ο Οδυσσέας έχει γυρίσει μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Στην ουσία, εδώ ανατρέπεται όλη η τάξη του ομηρικού κόσμου. Μία σκλάβα, αν και μεγάλωσε τον Οδυσσέα, δεν τον αγαπά σαν παιδί της – γι’ αυτήν είναι ο μη αγαπητός άρχοντας, που δεν έχει πρόβλημα συνείδησης να τον καταδώσει στους εχθρούς του. Η ομηρική παράδοση αφομοιώνεται και μετασχηματίζεται δημιουργκαά, στην ταξική της εκδοχή. Διότι η ταξική συνείδηση του ποιητή αποτελεί τον δεύτερο πόλο της ποιητικής του ύπαρξης (ο πρώτος είναι η Ελλάδα, όπως ήδη είπαμε).
Μακάρι να υπήρχε ο χρόνος να σας αναλύσω όλα τα ποιήματα ένα-ένα. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια της αποψινής βραδιάς. Θα σταθώ σε κάποια από αυτά, με εντελώς προσωπικά κριτήρια επιλογής (όχι γιατί είναι καλύτερα από τα άλλα, αλλά επειδή κατά τη γνώμη μου είναι αντιπροσωπευτικότερα του ποιητικού λόγου).
Ο Περίανδρος Παπανικολάου ειρωνεύεται και σαρκάζει, επισημαίνει, περιγράφει με ζωντάνια και καταγγέλλει. Ειρωνεία, σαρκασμός, ρεαλισμός, άριστες περιγραφές, ταξική συνείδηση. Η όλη ατμόσφαιρα θυμίζει Βάρναλη. Εξεπλάγην, ομολογώ, όταν ο ίδιος ο Περίανδρος μου είπε ότι δεν έχει διαβάσει Βάρναλη. Το δεχόμαστε, βεβαίως – και όμως, ως ποιητής ο Περίανδρος είναι κατεξοχήν «βαρναλικός». Εγώ, τουλάχιστον, σε αυτό το πλαίσιο τον τοποθετώ. Και είναι αξιοσημείωτο ότι ο Βάρναλης είναι ένας πρωτότυπος δημιουργός, που αφομοίωνε ποικίλα ρεύματα και επιδράσεις, μετασχηματίζοντάς τα και χρησιμοποιώντας γλώσσα που πολλοί την χαρακτήρισαν «αντι-ποιητική». Το ίδιο κάνει και ο Περίανδρος, που  μερικές φορές νομίζει κανείς ότι στρέφει την πλάτη στον ίδιο τον αναγνώστη – το κάνει όμως για να πει χωρίς περιστροφές αυτά που τον πνίγουν, για να περιγράψει και να καυτηριάσει. Τελικός αποδέκτης: ο αναγνώστης. Για λίγο αποστασιοποιείται από αυτόν ο ποιητής – στην ουσία, αυτό που τον καίει είναι να επικοινωνήσει, έστω με τον δύσκολο τρόπο, με το κοινό του.
            Δεν είναι πάντοτε εύκολο να ξεκλειδώσει κανείς τους συμβολισμούς του Περίανδρου – για παράδειγμα, η συκιά στο «Νεοκλασικό κτήριο» δεν αποδίδεται εύκολα. Αντίθετα, στους «Εθνικούς Ευεργέτες» εύκολα συνειδητοποιούμε την πρόθεση του ποιητή να σαρκάσει αυτούς που όλοι αναγνωρίζουν ως εθνικούς ευεργέτες, επειδή έδωσαν λεφτά στο ελληνικό κράτος για κοινωφελείς σκοπούς. Εδώ ο ποιητής μπαίνει μπροστά – γράφει ολόκληρο ποίημα, για να φέρει στο προσκήνιο τους αφανείς ευεργέτες της χώρας του («Σιδηροποιοί, τσαγκαρολόγοι, κεντήστριες, ξυλουργοί»). Μας λέει ξεκάθαρα ότι και αυτοί αξίζουν. Στους απλούς και μη αριστοκράτες συντρόφους του Οδυσσέα ρίχνει φως και το επομενο ποίημα. Διαφοροποιούμενος από τον όμηρο, που τους περιγράφει ως ανόητους, ο Περίανδρος αντιμετωπίζει με άλλο μάτι το ταξίδι τους, τις προσδοκίες τους από αυτό, και τον εν τέλει χαμό τους. Και εδώ μιλάμε για καλό μετασχηματισμό της  ομηρικής παράδοσης. Ο ποιητής δεν φοβάται – τολμά. Και εν τέλει πετυχαίνει.
            Και πού είναι μέσα σε όλα αυτά το Μεσολόγγι; Εννοείται παντού, αφού το Μεσολόγγι, εκτός από ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, είναι κομμάτι της Ελλάδας. Στο ποίημα  «Ζαφειρένια» το πλεούμενο που ταξιδεύει δεν είναι απλώς κομμάτι του στόλου του ομηρικούο Οδυσσέα – είναι η ίδια η Ελλάδα. Το Μεσολόγγι αναφέρεται ξανά με ιδιαίτερο τρόπο στο ποίημα «Κίτσου Τζαβέλλα και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη» - και πάλι, όμως, η εικόνα του ποιήματος δεν είναι μόνον μία εικόνα μεσολογγίτικη. Είναι μια εικόνα ελληνική. Η ατμόσφαιρα αυτής της Ελλάδας είναι συχνά πικρή, ταξική, βαρναλική, όπως στο ποίημα «Καθαρμός». Ο ρεαλισμός του Περίανδρου, όμως, δεν είναι ποτέ αντιποιητικός. Με όπλο την ζωντανή περιγραφή μας κάνει να βλέπουμε εικόνες, αλλά και να κατανοούμε τους προβληματισμούς του. Φόρος τιμής στον Βάρναλη είναι και «Το σονέτο του μώλου (Λιμενεργάτες)». Θα το επισημάνω άλλη μια φορά: ο Περίανδρος δεν έχει διαβάσει πολύ Βάρναλη. Είναι όμως από τους «βαρναλικότερους» ποιητές των τελευταίων χρόνων, λόγω της ταξικής συνείδησης, της δύναμης στην περιγραφή, του ελεγχόμενου λυρισμού, του υπέροχου ρεαλισμού, της ανατρεπτικής αρχαιογνωσίας που αναπλάθεται από τον καλλιτέχνη. Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν και στο «Καθαρόαιμο» και στον «Ήφαιστο» και σε άλλα, βέβαια, κομμάτια της συλλογής. Όλα αυτά συνδυάζονται με την επιθυμία του καλλιτέχνη να επικοινωνήσει με τους άλλους. Γι’ αυτό δημοσιεύουν οι ποιητές ό,τι γράφουν – για να κάνουν τους άλλους κοινωνούς τους ψυχισμού τους.
            Παρουσιάζοντάς σας τη συλλογή στο σύνολό της δεν θα ήθελα να αδικήσω κανένα από τα ποιήματα, που την αποτελούν Το κάθε ένα από αυτά έχει τη δική του χάρη. Προσωπικά θέλω να σταθώ, απομονώνοντας όχι ολόκληρα ποιήματα, αλλά στίχους, όπως
«δεμένος κάβο στο χώμα των αιώνων
απ αλυσίδες γύφτικων θεών
σκλάβο με έχουν τα λόγια των προγόνων
να βρω σημάδια χαμένων καιρών».
Νομίζω ότι αυτό το τετράστιχο συνοψίζει την σχέση του Περίανδρου  με το παρελθόν και το μέλλον της χώρας μας. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο ποιητής όχι μόνον στέκεται συχνά πολύ κριτικά απέναντι στην ελληνική παράδοση, αλλά ευθέως αμφισβητεί τους πυλώνες της, όπως φαίνεται από τα ποίηματα «Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονα  και «Εθνική Εορτή». Αυτή η αμφισβήτηση, όμως, αφορά την στείρα και μεγαλόστομη εκεμετάλλευση της πατρίδας και της θρησκείας. Με άλλα λόγια, καταγγέλλουν την στείρα πατριδοκαπηλεία και την αδιέξοδη θρησκευτικότητα. Ο καημός αυτός φαίνεται στην «Δέηση». Είναι φανερό ότι τον θλίβει το πώς κατήντησε η ράτσα των ηρώων του Μεσολογγίου – καταγγέλει λοιπόν τη σημερινή κατάσταση, ελπίζοντας ότι θα εισακουσθεί.
Αυτό ακριβώς εκφράζεται και στο ποίημα «Βραδιά εβδόμης» - το «εμείς» του
«Σε ποια ζωή
με ποια φωνή
ανέμους ανασάναμε.
Σε ποιο πιοτί
πόσα τσιγάρα ανάσες
σιγοπνίξαμε»
δεν είναι άλλο από το «εμείς» του Μεσολογγίτη Έλληνα, που είναι υπερήφανος για το παρελθόν του, προβληματίζεται, όμως, για το μέλλον του, διαπιστώνοντας ένα δύσκολο παρόν. Ο ρεαλισμός είναι πανταχού παρών, ακόμα και όταν τον ποιητή τον πνίγει η νοσταλία όπως, στην «Δυνατή μπαλιά» και στο «Χρώμα μολυβί». Ο ποιητής, όμως, δεν είναι εν τέλει απαισιόδοξος. Προβληματίζεται, αλλά αφήνει και την ελπίδα να αχνοφέγγει. Στο ποίημα «Υπόσχεση» διαβάζουμε:
«Θα φτάσει η φωτιά
Με την ανάσα της φλόγας
που θα τρυπήσει
 τις ματιές.
Την ώρα που τα στήθη
τείχη ανήμπορα
στ’ ανέμου το λαχάνιασμα
θα σκάσουν.
Οι πλάτες δε θα μπορούν
όσες πολλές κι αν είναι
θεριά στους ώμους 
να σηκώσουν (…)
Φωνές δε θ’ ακουστούν.
Ούτε αλαλαγμοί. «
Το «Χρώμα μολυβί», δείχνει ανάγλυφα τη νοσταλγία και την ευαισθησία του βαρναλικού ποιητή, έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι και οι ρεαλιστές ποιητές μπορούν να είναι λυρικοί και ευαίσθητοι. Τελευταίο ποίημα της συλλογής ο «Κόλλιας», φόρος τιμή του ποιητή στον Καββαδία, τον «ιδανικό κι ανάξιο εραστή των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Οι ποιητές συνομιλούν μεταξύ τους, πάντα από τη δική τους σφαίρα. Και Εις τον πάτο της εικόνας, πάντα η Ελλάδα με το μέλλον της», για να δανειστώ τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού.

            Στόχος μου δεν ήταν να «ξεκλειδώσω» όλα όσα έχει πει ο ποιητής στην συλλογή, τ. Αυτό είναι δικό σας έργο, και αυτό αποτελεί τη μαγεία της ποιητικής ανάγνωσης. Θέλησα να σας περιγράψω κάποια κομμάτια της δικής μου διαδρομής όταν επιμελήθηκα αυτό το έργο και να σας δώσω ένα έναυσμα δημιουργικού προβληματισμού κατά την ανάγνωση. Αυτό που μένει είναι να ευχηθούμε στον Περίανδρο να μην μείνει ποιητικά στάσιμος, αλλά να μας προσφέρει και άλλες όμορφες ποιητικές συλλογές στο μέλλον. 


1 σχόλιο: