Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Παρουσία εν τη απουσία

Τώρα λοιπόν που θα λείπεις για λίγο
 Τώρα που πας να πάρεις τσιγάρα
Τώρα που έσβησα ένα μόλις εγώ
Τώρα που άρχισα να σου μιλώ όπως σ αρέσει Σου λέω ...
Νόμισα πως ξέχασα Τη φωνή σου
Τα τραγούδια που ακούς
Τη μάρκα των τσιγάρων σου
Τώρα που λείπεις Καθώς περπατάς στο δρόμο Σου λέω
 πως σου χρωστώ μια βόλτα με τα πόδια
Μια βόλτα με ποδήλατο
Σου χρωστώ ένα τσιγάρο κι ένα φιλί
 Φιλί με καπνό στο στόμα μου
Από το στόμα μου ο καπνός στο δικό σου στόμα με φιλί


Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Προσήλωση

Αφέντες σκύλων στην πρωινή βόλτα
 λουριά τεντωμένα
σκυλίσια στόματα γεμάτα σάλια.
 Αμπαρωμένος στις
αλουμινένιες πολεμίστρες παρατηρώ την κομψή
 φωτογράφο
 να μελετά στο δρόμο σαπισμένα κουφάρια σπιτιών.
 Ραγισμένα κουφάρια σπιτιών
που πνίγουν στα πλευρά τους ρίζες λουλουδιών.
Λουλούδια βαμμένα με το φονικό χαμόγελο ενός κλόουν.
 Άνθη δυστυχισμένα άνθη που ποτίζονται με λεκέδες εκσπερμάτωσης.
 Άνθη σπαρμένα από το ράμφος όρνιου.
 Άνθη που γεμίζουν οξυγόνο από δύσοσμα στόματα.
Άνθη που πνίγονται από εξατμίσεις πετρελαίου.



Κίτσου Τζαβέλα και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη

Τρυπάει μέσα απ’ τα στενά
τη φλόγα του καλοκαιριού
φυσάει μαϊστράλι
λίγα τα σύννεφα που σκορπάνε  στο φως.
κορίτσια με τιραντέ μπλουζάκια προκαλούν,
δροσιά στα μάτια.
Γλυκιά ζωή, γλυκιά πνοή τ’ ανέμου
γέρνεις το σώμα , την ψυχή, γέρνεις το βλέμμα.
Γυαλιά σπασμένα.
Ταμπέλα σκουριασμένη σε επιχείρηση κλειστή
προ τριακονταετίας
πωλούνται σε ευκαιρίας τιμή, είδη προικός
οι τιμές μας κατώτερες των Αθηνών.
Κυρίες περπατούν προσεκτικά κυρίως λόγω δωδεκαπόντου
ύπουλος εχθρός η κακότεχνη πεζοδρόμηση.
Ακόλουθοί τους οι ευπρεπείς καλοθρεμμένοι σύζυγοι τους.
Πύκνωσαν  τα σύννεφα,
δυνάμωσε ο μαΐστρος,

ίσως γυρίσει σε προβέντζα. 


Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΓΚΙΣΕΜΙ

Ροή θορύβου
Ροή λευκού
Ροή ιδρώτα
Ράισμα πάνω από το  βλέφαρο του ματιού, ματιά ραγισμένη, ματιά οδηγός, οδηγός ζωής, γκισέμι. Τώρα σου δίνω μια παλάμη, πέντε δάχτυλα, ένα χέρι. Σου ζητώ να βαδίσουμε εκεί που οι μεθυσμένοι άγγελοι  επαναστάτησαν και χόρευαν. Σ’ εκείνα τα χωράφια που έχουν ανακλάσεις ύμνων, τραγουδιών, μουσικών. Εκεί να βαδίσουμε με τα χέρια απλωμένα στον άνεμο τις μύτες σηκωμένες στον αέρα, να γεμίσουμε τα πλεμόνια μας μυρωδιές από τριφύλλι, απ’ αγριόχορτα, απ’ τη δροσιά. Να στεγνώσει ο αέρας τα σάλια μας. Να ξεδιψάσουμε με το νερό από το ρυάκι.
Ρυάκι
Νερό
Νεράκι
Μια σταγόνα από το τίναγμα των μαλλιών σου κόλλησε στην πλάτη σου. Τίναγμα, ανατρίχιασμα, πρόταση στήθους, σφίξιμο χειλιών, αχ με πνιγμένο το χ.  Στάση κορμού  για μάχη, θέση μάχης, ομορφιά γυναίκας, ομορφιά ζωής. Ζωή σε μάχη, καπνός, φωτιά, λάμψη. Σου δίνω άλλη μια παλάμη, άλλα πέντε δάχτυλα, κι άλλο ένα χέρι. Τ’ απλώνω να με τραβήξεις από το χαμό εγώ που είχα μάθει να μη φοβάμαι το σκοτάδι… σου λέω οδήγησε με, γιατί οι δικοί μου αρχάγγελοι στο τέλος πέθαναν και ξεχάστηκαν. Σιώπησαν και χάθηκαν.
Σιωπή
Ψίθυρος
Πνοή
Δυο χέρια μια αγκαλιά τρεμάμενα, ένα κορμί τσακισμένο σου γυρεύει ανάσταση στις ευωδιές και τις ομορφιές. Σου ζητώ να μου μάθεις να γράφω ξανά, να διαβάζω από την αρχή τις λέξεις, που χαράζεις με το βήμα σου, αφήνοντας πάνω τους λίγο χορτάρι και χώμα των χωραφιών, όπως ξυπόλητες περπατούσαν. Αφήνοντας λίγο αίμα από τις γδαρμένες άκρες των ποδιών μου.