Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Κίτσου Τζαβέλα και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη

Τρυπάει μέσα απ’ τα στενά
τη φλόγα του καλοκαιριού
φυσάει μαϊστράλι
λίγα τα σύννεφα που σκορπάνε  στο φως.
κορίτσια με τιραντέ μπλουζάκια προκαλούν,
δροσιά στα μάτια.
Γλυκιά ζωή, γλυκιά πνοή τ’ ανέμου
γέρνεις το σώμα , την ψυχή, γέρνεις το βλέμμα.
Γυαλιά σπασμένα.
Ταμπέλα σκουριασμένη σε επιχείρηση κλειστή
προ τριακονταετίας
πωλούνται σε ευκαιρίας τιμή, είδη προικός
οι τιμές μας κατώτερες των Αθηνών.
Κυρίες περπατούν προσεκτικά κυρίως λόγω δωδεκαπόντου
ύπουλος εχθρός η κακότεχνη πεζοδρόμηση.
Ακόλουθοί τους οι ευπρεπείς καλοθρεμμένοι σύζυγοι τους.
Πύκνωσαν  τα σύννεφα,
δυνάμωσε ο μαΐστρος,

ίσως γυρίσει σε προβέντζα. 


Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Μονμάρτη

                                                     στον Τέλη Μ.


Οι γκραβούρες διακοσμούσαν
τους κυρίως χώρους του σπιτιού
την τιμητική όμως θέση στο σαλόνι
είχαν οι πίνακες της Αβαντ Γκαρντ
Τους κοίταζε την ώρα
του απογευματινού καφέ
Συνήθως μόνος…
Όταν ήταν με παρέα
διηγούνταν τη ζωή
των μεγάλων καλλιτεχνών
με χαρούμενη διάθεση
με παράλληλες ιστορίες
από την Παριζιάνικη ζωή.
Τα έργα ήταν φυλαγμένα
με μεγάλη προσοχή.
Όταν έφυγε
οι πίνακες βγήκαν στη δημοπρασία.

Κι εκείνο το ταξίδι στη Μονμάρτη που ποτέ δεν έγινε.


Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Έχω δει τον ουρανό... Γιώργος Σαραντάρης.

Έχω δει τον ουρανὸ με τα μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου άνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλώσσα μου μίλησε
Γίναμε αδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ήταν ο καιρὸς όλος μπροστά μας
Και θυμάμαι τὸν ήλιο ποὺ γελούσε
Πού γελούσε καὶ δάκρυζε θυμάμαι





Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Το λάθος. Θωμάς Γκόρπας

Να μη χαθούμε μες την ερημιά του κόσμου έλεγε
χαθήκαμε μες σε κατάμεστο ξενυχτάδικο
άγγελοι μετανάστες σε αθηναϊκό υπόγειο ουρανό.
Το πρωί μου τηλεφώνησε να μάθει αν τη θέλω ακόμα.
Δε σ΄ακούω της είπα πάρε το μηδέν.
Αλλά εκείνη πήρε λάθος... Πήρα λάθος να με συγχωρείτε.



Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Συμπερασματικό



Η Δραπετσώνα πλέον
δεν έχει πίκρα, δεν έχει ανηφόρα
η Δραπετσώνα είναι μόνο
ένας χορός παραστάσεως
τον χορεύουν οι κουρασμένοι
ριζοσπάστες  πολιτικοί
κουρασμένοι από το φόρτο της ευθύνης
φορτωμένοι 40 χρόνια σε κρατικές πινακίδες.
Οι μη ριζοσπάστες πολιτικοί προτιμούν τα δημώδη άσματα
βαθιά προσηλωμένοι στο ρομαντικό εθνικό ιδεώδες
Τα σπίτια στα Δραπετσώνα είναι χωρίς κρεβάτια
xωρίς κούνια, από τότε που πνίγηκε στην κούνια η αλλαγή.
Η Δραπετσώνα δεν έχει πια ζωή
γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε
έτσι είπε ο Πάγκαλος
όχι ο δικτάτορας
ο εγγονός του δικτάτορα
κι εγώ εγγονός της γιαγιάς μου
που μου λεγε για του Πάγκαλου τα γούστα ( του δικτάτορα)
Θα ζήσουμε χωρίς στεφάνι, χωρίς γεράνι αγάπη μου
γιατί η ζωή είναι γλυκιά
κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι δικτάτορες.


Ποιητική Συλλογή " Σειράδιο"
Περίανδρος Παπανικολάου



Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Σκοτεινό δάσος.

Τέλος εβδομάδας. Παρασκευή. Αγία Παρασκευή. Πάλι καλά που υπάρχει δουλειά. Πάλι καλά που έχεις Παρασκευή. Σάββατο να είναι μάστορα κι ας είναι εξήντα ώρες. Μα δε θα ρθει η Δευτέρα; Τώρα όμως είναι Παρασκευή. Σ΄ ένα μπαλκόνι, πίσω από ένα παράθυρο και στο βάθος του ορίζοντα μια θάλασσα κι ένα μικρό δάσος σκοτεινό.
Καταφύγιο των παλιών μυστικών, καταφύγιο για ζευγαράκια, για μπαλαμούτιασμα, για νταραβέρια για κολύμπι μετά από κοπάνα. Εκεί που τρύπωναν κάθε λογής ήχοι από λαχανιάσματα, αναστεναγμούς, χαμουρέματα, ντουμανιάσματα. Τρυπωμένη μια ατέλειωτη εφηβεία. Τρυπωμένα γίνονταν τ’ αγόρια άντρες και τα κορίτσια γυναίκες, λέγοντας  «σ αγαπώ»  τρεμάμενα στο ρυθμό από τα σημαιάκια των σκαφών που ήταν δεμένα. Κορμιά δεμένα μ αγκαλιές κι ένα τσιγάρο που θέλαμε να είναι ατέλειωτο. Πότε θα βρεθεί το τσιγάρο που δε τελειώνει ποτέ; Άγγελοι με πεντάλ και φτερά χαρτάκια. Χαρτάκια άσσου κασετίνα, Καρέλια κασετίνα, Σαντέ σκέτου. Χαρτάκια μανταλάκια. Άλλα χαρμάνια μόνο που χάλασαν τη γεύση από το CAMEL και το γυρίσαμε σ’ άλλα.
 Μάτια μεθυσμένα από την κουβέντα, χαμένα στα χαμομήλια τ΄ ουρανού. Κορμιά κατάρτια  στο αγέρι, αγέρι που χαϊδεύει το κατάρτι όπως η αγαπητικιά το κορμί του αγαπητικού της. Α+Β = love χαραγμένα στα δέντρα του δάσους και γραμμένα στα παγκάκια. Ατελείωτοι οργασμοί, ονειρώξεις, σκοτεινών κορμιών, σιωπηλών αναστεναγμών, φωτεινών ψυχών. Ψυχές λαμπιόνια,  σπασμένη ανάκλαση λαμπιονιών στο κύμα.

 Τέλος εποχής, τέλος εβδομάδας, τέλος τα τσιγάρα. Επανασυγκόλληση παλαιών φίλων, φίλων που πέρασαν και δε κόλλησαν. Ευτυχώς που έχουμε την Παρασκευή …και για όσο.

Περίανδρος Παπανικολάου





Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Εκείνος. Τέος Σαλαπασίδης.

Τον αγαπούσαμε γιατί ήτανε παλικάρι
Τον αγαπούσαμε για την περίφημη γροθιά του
Για το σταθερό γαλάζιο του βλέμμα
Τον αγαπούσαμε γιατί περίμενε σαν παιδί την Άνοιξη
Ζωγραφίζοντας λουλούδια και φωτιές
Τον αγαπούσαμε γιατί βάδιζε όρθιος
Και γελούσε στα σκοτάδια πολεμώντας
Τον αγαπούσαμε για την απλή προσταγή του
Για το φαρδύ του στήθος- που αργότερα ματώθηκε
Τον αγαπούσαμε για το βουνίσιο του τραγούδι
Τον αγαπούσαμε πιότερα Σα δεν τραγούδαγε
Τότε γέμιζε το πιστόλι του σφυρίζοντας
Τον αγαπούσαμε – νικούσε και τον ήλιο με γιουρούσι
Γατί μάτωνε τις νύχτες μ΄ενέδρες
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη
Την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυό σφαίρες
- Τότε που σκόρπαγε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες
Τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε – ο Χάρης!

 Το πατάρι 
                                                                                                                      Στον Τέο Σαλαπασίδη
Ο Λουμίδης τω καιρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε τα πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζεύαμε ήλιους και φεγγάρια μέσα απο τα τζάμια του και μελλοντικά τραγούδια μεσ' απ΄τα σπλάχνα μας
...................................................................................
Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου, το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής, τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διενυκτερεύοντα της Ομονοίας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνία ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα και τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας

Θωμάς Γκόρπας


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Τζεμάλ Σουρεγιά .Το πλοίο των οχτώ και δέκα


Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Το κέντρο ενός κήπου…
Άνθος χειμερινό, σε μεταξένιο μπλε.
Ανεβαίνεις στον επάνω όροφο,
Τσιγάρο για να κάνεις…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Άϋπνη μιλιά…
Δυσαρεστημένη είσαι με την δουλειά σου,
Και δεν αγαπάς την πόλη ετούτη.
Αλλιώς, θα δίπλωνες την εφημερίδα…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Φιλιά παλιά…
Το αδιάφανο τζάμι του μπάνιου.
Δεν φάνηκες για κάποιες μέρες…
Τραγούδια σχολικά έχει η φωνή σου…
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Την ακαταστασία του σπιτιού…
Και όλο και πιάνεις το κεφάλι σου,
Προσπαθείς να φτιάξεις την μοναξιά σου…
Που χαλάει στον άνεμο.
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Λέξεις που δεν μπόρεσες να πεις…
Μικρές και σύντομες ίσως,
Που όμως στέκουν σαν μνημεία,
Την ώρα αυτή.
Ξέρεις τι έχεις στην φωνή σου;
Πράγματα που δεν έχεις πει.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Πέχλιβαν

Ερχόμενος στην πόλη
ο ημίθεος
δεν γκρέμισαν μέρος των τειχών
προς τιμή του.
Τους φάνηκε σχετικά κοντός
και δύσμορφος.
Αν και ο ίδιος με περηφάνια
είχε καρφωμένα
στο στήθος του τρόπαια.
Θέλησε τους άθλους να διηγηθεί
αναπαριστώντας τους.
Χειροκροτούσαν φωνασκώντας
οι νεώτεροι
οι οποίοι κατά την ώρα της καταβολής
προαιρετικού εισιτηρίου
έφυγαν.
Κέρματα έριξαν οι μεσήλικες
μια γερόντισσα μόνο σιγομουρμούρισε

κι έριξε ένα κατοστάρικο

Ποιητική συλλογή " Προβέντζα"






Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Κώστας Ανδριόπουλος. -394-

Αποδέχομαι προϊόντα εγκλημάτων, ερωτικών.
Η ευθύνη μου παρεπόμενη, το αξιόποινο εξαρτημένο
και η ποινή ανάλογης βαρύτητας.
Τι να ισχυρισθώ;
Ότι δε γνώριζα την προέλευση;
Mα, εξ ενδειγμάτων, ώφειλα να αντιληφθώ.
Έπρεπε, αυτή η τρέλα στο βλέμμα
αυτή η φλόγα στην ίριδα
αυτό το κυμάτισμα στη φωνή
έπρεπε, να με υποψιάσουν.

Ποιητική συλλογή " Υπαίτια Μέθη" 








Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Γιώργος Χρονάς.

Το ξέρω
7 η ώρα θά ΄ναι του θανάτου
Μόλις θάχουν ανοίξει τα μπορντέλα
Έξω στο σπίτι μου  μαζεμένοι
οι εργάτες
της Όστιας, οι Κορίνθιοι, οι Θεσσαλείς
οι Ρωμαίοι στρατιώτες του Νέρωνα,
του Μεγαλέξαντρου
οι Εβραίοι της Νέας Υόρκης
κι εσύ.
Η μάνα μου τότε περίλυπη
θα βγει στο παράθυρο
και θα ρωτήσει
Ποιος εκ των δυο θανείν ή ζειν;
Βαρραβάς ή Γεώργιος
θα φωνάξετε
θα με πάρετε εν σιωπή.
Ο όχλος θα μου αφαιρέσει
τις μέρες του πάθους του Ιουνίου,
του Ιουλίου, του Αυγούστου,
Ο όχλος θα μου αφαιρέσει
εκείνη τη ζωγραφιστή σκιά
στο δεξί μου χέρι
την άδεια  εισόδου στο ξενοδοχείο " Εσπερος"
Τη συνέχεια και το τέλος θα το γράψει
εκείνο το παιδί που κύλαγε
ένα στεφάνι στο βαρέλι
με τη δύση ηλίου στη Σαλαμίνα
ενώ η μάνα του ψηλά στην ανηφόρα
με τα χέρια μπροστά το φώναζε.



Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Μιλτιάδης Μαλακάσης

Γεννημένος στο Μεσολόγγι καταγόμενος από ιστορική οικογένεια, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ανήκει λογοτεχνικά στην Δεύτερη Αθηναϊκή σχολή. Τελειώνοντας με το ζόρι τις βασικές σπουδές του, μιας και δεν ήταν καλός μαθητής, θα γραφτεί σε ηλικία 20 ετών στη Νομική Σχολή Αθηνών. Δε θα την τελειώσει ποτέ αφού η ποίηση ήταν αυτό που θα τον απασχολούσε για όλη την διάρκεια της ζωής του.  Άλλωστε η οικονομική επιφάνεια της οικογένειάς του το επέτρεπε. Η συνάντηση του με τον Ζαν Μωρεάς θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ποιητική του πορεία.  Η ποίηση του δε θα ασχοληθεί με τα εθνικά θέματα της εποχής του. Είναι λυρική και εξευρωπαϊσμένη, γεγονός που έκανε τους παλιότερους κριτικούς να σταθούν κριτικά απέναντι του. Η αναγνώριση θα έρθει από τις επόμενες γενιές. Η ποίηση του Μαλακάση χαρακτηρίζεται από μια απαλότητα ενώ το μοναδικό του χάρισμα στην δόμηση ενός ποιήματος είναι ολοφάνερη. Ο Γκόρπας χαρακτηρίζει την ποίηση του Μαλακάση σαν τον ήχο που παίρνει η πόλη όταν βραδιάζει.  Ο Καρυωτάκης θα στρέψει τα πυρά του προς τον Μαλακάση με το ποίημα " Μικρή ασυμφωνία σε Α μείζον." Ο Καρυωτάκης όμως είναι επηρεασμένος απο γενικότερη άποψη που επικρατούσε για την κοσμικό τρόπο ζωής του Μαλακάση. Δεν ήταν όμως έτσι. Ο Μαλακάσης συναναστρέφονταν με τους νέους λογοτέχνες και πρόσφερε απλόχερα τη βοήθεια του. Ο ίδιος επισκέπτονταν  την Πολυδούρη όσο νοσηλεύονταν, βοήθησε τον Ζώτο όπως και άλλους. Η ποίηση του Μαλακάση θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι προδρομική για της μετέπειτα γενιές. 

Ἀγάπη

                                           Ἂς μὴ γυρίζει ὁ λογισμὸς στὰ χρόνια ἐκεῖνα πίσω.
                                           Κάλλιο μιὰ τέτοια θύμηση γιὰ πάντα νὰ χαθῇ,
                                           Ποιὸς ξέρει, τώρα θἄτανε γραφτὸ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω,
                                           Καὶ τόσο ποὺ καμμιὰ ποτὲ δὲν ἔχει ἀγαπηθῇ.
                                           Κι ἂν ἔφυγεν ἡ νιότη σου, ποὺ θλίβεσαι γιὰ δαὔτη,
                                          Ὡς γιὰ πουλὶ ποὺ πέταξε μἄλλα μαζὶ πουλιά,
                                          Περσότερο ἀπὸ μία ἄνοιξη τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει
                                          Τοῦ χινοπώρου τἄγγιγμα στὰ ὡραῖα σου τὰ μαλλιά.
                                           Κι ἀκόμα φτάνω ν᾿ ἀγαπῶ σ᾿ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα,
                                          - Τ᾿ ὁρκίζομαι στὰ μάτια σου ποὺ τόσο λαχταρῶ, -
                                          Τὸν ἥμερο κι ἀνέφελο καὶ τὸ γλυκὸ χειμῶνα,
                                         Ποὺ στὸ χλωμό σου πρόσωπο μία μέρα θὰ θωρῶ.
                                         Καὶ μάθε το, τὶς μελιχρὲς λαμπράδες τοῦ Δεκέμβρη,
                                         Καὶ τὶς φεγγαροσκέπαστες τοῦ Γενναριοῦ ὀμορφιές,
                                         Μήτε στὶς τρέλλες τ᾿ Ἀπριλιοῦ κανένας θὰ τὶς εὕρῃ,
                                         Μήτε καὶ στὶς μονότονες τοῦ Μάη καλοκαιριές..






Βασιλεύεις εσύ. Θωμάς Γκόρπας

Σε χαμηλωμένο φως που δεν ξέρει την περηφάνια
βασιλεύεις εσύ που την ξέρεις
Σε απαλήν εγκατάλειψη τραμπαλίζεται το χαμόγελό σου
φρέσκο φύλλο που παίζει με το βοριά.
Κι ως σηκώνεις τα χέρια σου και φωνάζεις ζήτω στην ομορφιά
λάμπουν σαν μέσα απο δροσιά οι μασχάλες σου
αγροτικά λουλούδια στην πρώτη τους ηλικία.


Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλλοτε η θάλασσα. Γιώργος Σαραντάρης.

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός




Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Μίνως Ζώτος.

Ο Μίνως Ζώτος γεννήθηκε στο Νεοχώρι Παραχελωίτιδας. Ήταν απόφοιτος της Παλαμαϊκής σχολής. Το 1922 θα γραφτεί στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την παρέμβαση του Μιλτιάδη Μαλακάση θα διοριστεί ταμίας στο Δήμο Αθηναίων. Τις σπουδές στη Νομική δε θα τις τελειώσει ποτέ λόγω της ξέφρενης ζωής που θα ακολουθήσει. Το 1928 θα γνωριστεί με την Μαρία Πολυδούρη για την οποία θα νιώσει σφοδρό έρωτα. Πολλές φορές απάγγελνε στίχους στο " φιλολογικό"  καφενείο " Το Μπάγκειον". Ο Ζώτος θα προσβληθεί απο φυματίωση και θα ξεψυχήσει το 1932 σε ηλικία 27 ετών.  Ανήκει στους ποιητές του μεσοπολέμου μαζί με τους "καταραμένους " της περιόδου αυτής, Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Τεύκρο Αμφείας κ.α.. η ποίηση παρουσιάζει επιρροή απο τα ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού.

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Δυνατή μπαλιά



Σημάδια αφήνουν οι ροδιές στην άσφαλτο
 απ’ τα  ποδήλατα των παιδιών.
Φωνάζουν, ρίχνουν μπαλιές δυνατά
ψηλά στις κολώνες
να τρομάξουν τα πουλιά.
Τρόμαξε η λήθη του μυαλού
Απ’ τις φωνές, απ’ τα πουλιά.
Ήρθε η εικόνα η σβησμένη
τα στήθη τα εφηβικά
κρύα
χωρίς του πόθου τη ζεστασιά
 άγευστα
από την πίκρα του άγουρου φιλιού.
Τ’ άλουστα τα μαλλιά, τα μπερδεμένα.
Τότε που δρόμους
στα πεζοδρόμια ζωγραφίζαμε
 που αγόρια  και κορίτσια
έπαιζαν  χωριστά .
Τότε που το καλοκαίρι φορούσαμε

σανδάλια πλαστικά.

Ποιητική συλλογή "  Προβέντζα"


Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων. " Νηπενθή" . Κώστας Καρυωτάκης.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»



Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Κουρσάρικο αίμα.

                                                    Ήρθες με μια κουσρσάρικη γαλέρα
                                                  ταμπούρι έψαχνες να βρεις και χωσιά
                                                    λημέριασες εδώ να καταστρώσεις
                                                   καινούργια κούρσα κι άλλα φονικά
                                             Τρόμος του Τούρκου και του Φράγκου. Ξάφνου
                                                     στα τρώει καημός τα φύλα της καρδιάς
                                           Κουρσάρος κι ερωτεύτηκες τη λίμνη την ήρεμη
                                                               και γίνεσαι ψαράς

" Καημοί της Λιμνοθάλασσας" 




                                                    

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Ο ανθρώπινος μόχθος. Ζακ Πρεβέρ.

Ο ανθρώπινος μόχθος
δεν είναι αυτός ο ωραίος νέος άνδρας ο χαμογελαστός
όρθιος πάνω στο πόδι του από γύψο
ή από πέτρα
που δίνει χάρη στα παιδαριώδη τεχνάσματα της γλυπτικής
στην ανόητη ψευδαίσθηση
της χαράς του χορού και της αγαλλίασης
υπενθυμίζοντας με το άλλο πόδι στον αέρα
τη γλυκύτητα του γυρισμού στο σπίτι.
Όχι
ο ανθρώπινος μόχθος δεν φέρει ένα μικρό παιδί στον δεξή ώμο
άλλο ένα στο κεφάλι
κι ένα τρίτο στον ώμο τον αριστερό
με τα εργαλεία στον αορτήρα
και τη νεαρή γυναίκα ευτυχισμένη να κρέμεται απ’ το μπράτσο του.
Ο ανθρώπινος μόχθος φέρει έναν επίδεσμο στην κήλη
και τις ουλές από τις μάχες
που ‘χουν παραδοθεί απ' την εργατική τάξη
ενάντια σ’ έναν κόσμο παράλογο και δίχως νόμους
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει σπίτι αληθινό
οσφραίνεται τη μυρωδιά της εργασίας του
και τον χτυπάει στα πνευμόνια
ο μισθός του κοκαλιάρης
τα παιδιά του επίσης,
δουλεύει σαν τον νέγρο,
κι ο νέγρος σαν αυτόν.
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει τρόπους
ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει την ηλικία της λογικής
ο ανθρώπινος μόχθος έχει την ηλικία των στρατώνων
την ηλικία των φυλακών και των κατέργων
την ηλικία των εκκλησιών και των εργοστασίων
την ηλικία των κανονιών
κι αυτός που έχει φυτέψει παντού όλους τους αμπελώνες
κι έχει κουρδίσει όλα τα βιολιά
τρέφεται από όνειρα άσχημα
και μεθάει με το άσχημο κρασί της παραίτησης
και σαν ένας μεγάλος σκίουρος μεθυσμένος
χωρίς σταματημό γυρνάει σε κύκλους
μες σ’ ένα σύμπαν εχθρικό
σκονισμένο και με ταβάνι χαμηλό
και ολοένα σφυρηλατεί την αλυσίδα
την αλυσίδα τη φρικτή όπου όλα είναι αλυσοδεμένα
η μιζέρια η πρόσοδος η δουλειά η θανάτωση
η θλίψη η δυστυχία η αϋπνία και η ανία
η τρομακτική αλυσίδα του χρυσού
του άνθρακα του σιδήρου και του χάλυβα
του κλίνκερ και της σκόνης
η περασμένη γύρω από τον λαιμό
ενός κόσμου σακατεμένου
η άθλια αλυσίδα
όπου έρχονται να γαντζωθούν
τα θεία γούρια
τα ιερά κειμήλια
οι σταυροί της τιμής οι σταυροί οι αγκυλωτοί
τα φυλαχτά-σκιουροπίθηκοι
τα μετάλλια των παλιών υπηρετών
τα μπιχλιμπίδια της κακοτυχίας
η μεγαλοπρεπής αίθουσα του μουσείου
το μέγα πορτρέτο του έφιππου
το μέγα πορτρέτο του βαδίζοντος
το μέγα πορτρέτο προσώπου προφίλ στο ένα πόδι
το μέγα πορτρέτο επιχρυσωμένο
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου μάντη
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου αυτοκράτορα
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου στοχαστή
του μεγάλου άλτη
του μεγάλου ηθικολόγου
του αξιοπρεπούς και θλιβερού φαρσέρ
το κεφάλι του μεγάλου ταραξία
το κεφάλι του επιθετικού ειρηνοποιού
το αστυνομικό κεφάλι του μεγάλου απελευθερωτή
το κεφάλι του Αδόλφου Χίτλερ
το κεφάλι του κυρίου Θιέρσου
το κεφάλι του δικτάτορα
το κεφάλι του δημίου
όποιας και να ‘ναι χώρας
όποιου και να ‘ναι χρώματος
το απεχθές κεφάλι
το δυστυχές κεφάλι
το κεφάλι για χαστούκια
το κεφάλι για σφαγή
το επικεφαλής του φόβου.