Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Μίνως Ζώτος.

Ο Μίνως Ζώτος γεννήθηκε στο Νεοχώρι Παραχελωίτιδας. Ήταν απόφοιτος της Παλαμαϊκής σχολής. Το 1922 θα γραφτεί στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την παρέμβαση του Μιλτιάδη Μαλακάση θα διοριστεί ταμίας στο Δήμο Αθηναίων. Τις σπουδές στη Νομική δε θα τις τελειώσει ποτέ λόγω της ξέφρενης ζωής που θα ακολουθήσει. Το 1928 θα γνωριστεί με την Μαρία Πολυδούρη για την οποία θα νιώσει σφοδρό έρωτα. Πολλές φορές απάγγελνε στίχους στο " φιλολογικό"  καφενείο " Το Μπάγκειον". Ο Ζώτος θα προσβληθεί απο φυματίωση και θα ξεψυχήσει το 1932 σε ηλικία 27 ετών.  Ανήκει στους ποιητές του μεσοπολέμου μαζί με τους "καταραμένους " της περιόδου αυτής, Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Τεύκρο Αμφείας κ.α.. η ποίηση παρουσιάζει επιρροή απο τα ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού.

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Δυνατή μπαλιά



Σημάδια αφήνουν οι ροδιές στην άσφαλτο
 απ’ τα  ποδήλατα των παιδιών.
Φωνάζουν, ρίχνουν μπαλιές δυνατά
ψηλά στις κολώνες
να τρομάξουν τα πουλιά.
Τρόμαξε η λήθη του μυαλού
Απ’ τις φωνές, απ’ τα πουλιά.
Ήρθε η εικόνα η σβησμένη
τα στήθη τα εφηβικά
κρύα
χωρίς του πόθου τη ζεστασιά
 άγευστα
από την πίκρα του άγουρου φιλιού.
Τ’ άλουστα τα μαλλιά, τα μπερδεμένα.
Τότε που δρόμους
στα πεζοδρόμια ζωγραφίζαμε
 που αγόρια  και κορίτσια
έπαιζαν  χωριστά .
Τότε που το καλοκαίρι φορούσαμε

σανδάλια πλαστικά.

Ποιητική συλλογή "  Προβέντζα"


Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Οι Ντορνοβαίοι.

Οι τοίχοι ήταν παλιοί βαμμένοι με λαδομπογιά, τεχνική μπογιατζήδων που από χρόνια δεν εφαρμόζεται. Η πλατιά τζαμαρία έδειχνε το δρόμοι και τους πεζοπόρους. Οι πάγκες μαρμάρινες. Καθιστός σε καρέκλα ψάθινη με ξύλινο σκελετό. Από κείνες που είχαν τα καφενεία. Το ένα πόδι κινούνταν νευρικά. Το άλλο ήταν μπαταρισμένο από τη εξορία. Τα φρύδια είχαν πλακώσει τα μάτια. Έδειξε σαν μη τον ένοιαξε που μπήκε κόσμος μέσα. Έτσι όμως έδειξε μόνο. Χωρίς να στρέψει κεφάλι η φωνή πνιχτή, κοφτή. Τα λόγια συγκεκριμένα του γέροντα Καπετάνιου.


-Γιατί ήρθες εδώ και γιατί τώρα; 



Ξέρεις πως έμαθα να χορεύω τσάμικο; Ήξερα όλους τους χορούς εκτός από τσάμικο. Χόρευα το καλύτερο ζεϊμπέκικο. Την πρώτη φορά στο πανηγύρι όταν ήρθε η ώρα μου να χορέψω δεν ήξερα.
-          Χόρεψε ζεϊμπέκικο μου λέει ένας
-          Τι λες μωρέ; τ’ απάντησα
-          Χόρεψε ζεϊμπέκικο Ντουρνόβα που σου λέω
Για να μη γίνω ρεζίλι που δεν ήξερα να χορεύω, άρχισα το ζεϊμπέκικο, πιασμένος από τα μαντήλι, κάνοντας πως χορεύω τσάμικο. Στο τέλος είχα χορέψει το καλύτερο τσάμικο και το χορεύω μέχρι τώρα.

από αριστερά: Χρήστος, Παντελής ( Καπετάνιος), Σπύρος Μοσχόπουλος ( Ντορνόβας)