Ο Μίνως Ζώτος γεννήθηκε στο Νεοχώρι Παραχελωίτιδας. Ήταν απόφοιτος της Παλαμαϊκής σχολής. Το 1922 θα γραφτεί στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την παρέμβαση του Μιλτιάδη Μαλακάση θα διοριστεί ταμίας στο Δήμο Αθηναίων. Τις σπουδές στη Νομική δε θα τις τελειώσει ποτέ λόγω της ξέφρενης ζωής που θα ακολουθήσει. Το 1928 θα γνωριστεί με την Μαρία Πολυδούρη για την οποία θα νιώσει σφοδρό έρωτα. Πολλές φορές απάγγελνε στίχους στο " φιλολογικό" καφενείο " Το Μπάγκειον". Ο Ζώτος θα προσβληθεί απο φυματίωση και θα ξεψυχήσει το 1932 σε ηλικία 27 ετών. Ανήκει στους ποιητές του μεσοπολέμου μαζί με τους "καταραμένους " της περιόδου αυτής, Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Τεύκρο Αμφείας κ.α.. η ποίηση παρουσιάζει επιρροή απο τα ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.