Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ’ απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια, την ώρα που `πες με θυμό: «Θα βγω άλλη μέρα...» |