Οι τοίχοι ήταν παλιοί βαμμένοι με
λαδομπογιά, τεχνική μπογιατζήδων που από χρόνια δεν εφαρμόζεται. Η πλατιά
τζαμαρία έδειχνε το δρόμοι και τους πεζοπόρους. Οι πάγκες μαρμάρινες. Καθιστός
σε καρέκλα ψάθινη με ξύλινο σκελετό. Από κείνες που είχαν τα καφενεία. Το ένα
πόδι κινούνταν νευρικά. Το άλλο ήταν μπαταρισμένο από τη εξορία. Τα φρύδια
είχαν πλακώσει τα μάτια. Έδειξε σαν μη τον ένοιαξε που μπήκε κόσμος μέσα. Έτσι όμως
έδειξε μόνο. Χωρίς να στρέψει κεφάλι η φωνή πνιχτή, κοφτή. Τα λόγια
συγκεκριμένα του γέροντα Καπετάνιου.
-Γιατί ήρθες εδώ και γιατί τώρα;
Ξέρεις πως έμαθα να χορεύω τσάμικο;
Ήξερα όλους τους χορούς εκτός από τσάμικο. Χόρευα το καλύτερο ζεϊμπέκικο. Την πρώτη
φορά στο πανηγύρι όταν ήρθε η ώρα μου να χορέψω δεν ήξερα.
-
Χόρεψε ζεϊμπέκικο μου λέει ένας
-
Τι λες μωρέ; τ’ απάντησα
-
Χόρεψε ζεϊμπέκικο Ντουρνόβα που σου λέω
Για να μη γίνω ρεζίλι που δεν
ήξερα να χορεύω, άρχισα το ζεϊμπέκικο, πιασμένος από τα μαντήλι, κάνοντας πως
χορεύω τσάμικο. Στο τέλος είχα χορέψει το καλύτερο τσάμικο και το χορεύω μέχρι
τώρα.
από αριστερά: Χρήστος, Παντελής ( Καπετάνιος), Σπύρος Μοσχόπουλος ( Ντορνόβας) |