Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΓΚΙΣΕΜΙ

Ροή θορύβου
Ροή λευκού
Ροή ιδρώτα
Ράισμα πάνω από το  βλέφαρο του ματιού, ματιά ραγισμένη, ματιά οδηγός, οδηγός ζωής, γκισέμι. Τώρα σου δίνω μια παλάμη, πέντε δάχτυλα, ένα χέρι. Σου ζητώ να βαδίσουμε εκεί που οι μεθυσμένοι άγγελοι  επαναστάτησαν και χόρευαν. Σ’ εκείνα τα χωράφια που έχουν ανακλάσεις ύμνων, τραγουδιών, μουσικών. Εκεί να βαδίσουμε με τα χέρια απλωμένα στον άνεμο τις μύτες σηκωμένες στον αέρα, να γεμίσουμε τα πλεμόνια μας μυρωδιές από τριφύλλι, απ’ αγριόχορτα, απ’ τη δροσιά. Να στεγνώσει ο αέρας τα σάλια μας. Να ξεδιψάσουμε με το νερό από το ρυάκι.
Ρυάκι
Νερό
Νεράκι
Μια σταγόνα από το τίναγμα των μαλλιών σου κόλλησε στην πλάτη σου. Τίναγμα, ανατρίχιασμα, πρόταση στήθους, σφίξιμο χειλιών, αχ με πνιγμένο το χ.  Στάση κορμού  για μάχη, θέση μάχης, ομορφιά γυναίκας, ομορφιά ζωής. Ζωή σε μάχη, καπνός, φωτιά, λάμψη. Σου δίνω άλλη μια παλάμη, άλλα πέντε δάχτυλα, κι άλλο ένα χέρι. Τ’ απλώνω να με τραβήξεις από το χαμό εγώ που είχα μάθει να μη φοβάμαι το σκοτάδι… σου λέω οδήγησε με, γιατί οι δικοί μου αρχάγγελοι στο τέλος πέθαναν και ξεχάστηκαν. Σιώπησαν και χάθηκαν.
Σιωπή
Ψίθυρος
Πνοή
Δυο χέρια μια αγκαλιά τρεμάμενα, ένα κορμί τσακισμένο σου γυρεύει ανάσταση στις ευωδιές και τις ομορφιές. Σου ζητώ να μου μάθεις να γράφω ξανά, να διαβάζω από την αρχή τις λέξεις, που χαράζεις με το βήμα σου, αφήνοντας πάνω τους λίγο χορτάρι και χώμα των χωραφιών, όπως ξυπόλητες περπατούσαν. Αφήνοντας λίγο αίμα από τις γδαρμένες άκρες των ποδιών μου.


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Μπερδεμένο χρώμα ματιών

Τινάζοντας την σκόνη
απ’ τα ρούχα της νεότητας
μου πέρασε η σκέψη απ΄ το μυαλό
να σε πάω βόλτα για ένα ποτό.
Σιγοπαίζει  το ραδιόφωνο στ΄ αμάξι
δυο φανάρια στη μέση του επαρχιώτικου δρόμου
με πείσμα προσπαθούν να τον δείξουν
σαν πρωτευουσιάνικη λεωφόρο.
Άφραγκος βράδυ παρασκευής
Δείλιασα να σου μιλήσω
Έχεις και κείνο τ’ όνομα
που είχαν τα κορίτσια στις γειτονιές
όσο ακόμα υπήρχαν γειτονιές.
Όμως  οι διψασμένοι ουρανοί
μήτε οι γαληνεμένες θάλασσες
έχουν
το μπερδεμένο χρώμα των ματιών σου.


Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Μονμάρτη

                                                     στον Τέλη Μ.


Οι γκραβούρες διακοσμούσαν
τους κυρίως χώρους του σπιτιού
την τιμητική όμως θέση στο σαλόνι
είχαν οι πίνακες της Αβαντ Γκαρντ
Τους κοίταζε την ώρα
του απογευματινού καφέ
Συνήθως μόνος…
Όταν ήταν με παρέα
διηγούνταν τη ζωή
των μεγάλων καλλιτεχνών
με χαρούμενη διάθεση
με παράλληλες ιστορίες
από την Παριζιάνικη ζωή.
Τα έργα ήταν φυλαγμένα
με μεγάλη προσοχή.
Όταν έφυγε
οι πίνακες βγήκαν στη δημοπρασία.

Κι εκείνο το ταξίδι στη Μονμάρτη που ποτέ δεν έγινε.