Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Μιλτιάδης Μαλακάσης

Γεννημένος στο Μεσολόγγι καταγόμενος από ιστορική οικογένεια, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ανήκει λογοτεχνικά στην Δεύτερη Αθηναϊκή σχολή. Τελειώνοντας με το ζόρι τις βασικές σπουδές του, μιας και δεν ήταν καλός μαθητής, θα γραφτεί σε ηλικία 20 ετών στη Νομική Σχολή Αθηνών. Δε θα την τελειώσει ποτέ αφού η ποίηση ήταν αυτό που θα τον απασχολούσε για όλη την διάρκεια της ζωής του.  Άλλωστε η οικονομική επιφάνεια της οικογένειάς του το επέτρεπε. Η συνάντηση του με τον Ζαν Μωρεάς θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ποιητική του πορεία.  Η ποίηση του δε θα ασχοληθεί με τα εθνικά θέματα της εποχής του. Είναι λυρική και εξευρωπαϊσμένη, γεγονός που έκανε τους παλιότερους κριτικούς να σταθούν κριτικά απέναντι του. Η αναγνώριση θα έρθει από τις επόμενες γενιές. Η ποίηση του Μαλακάση χαρακτηρίζεται από μια απαλότητα ενώ το μοναδικό του χάρισμα στην δόμηση ενός ποιήματος είναι ολοφάνερη. Ο Γκόρπας χαρακτηρίζει την ποίηση του Μαλακάση σαν τον ήχο που παίρνει η πόλη όταν βραδιάζει.  Ο Καρυωτάκης θα στρέψει τα πυρά του προς τον Μαλακάση με το ποίημα " Μικρή ασυμφωνία σε Α μείζον." Ο Καρυωτάκης όμως είναι επηρεασμένος απο γενικότερη άποψη που επικρατούσε για την κοσμικό τρόπο ζωής του Μαλακάση. Δεν ήταν όμως έτσι. Ο Μαλακάσης συναναστρέφονταν με τους νέους λογοτέχνες και πρόσφερε απλόχερα τη βοήθεια του. Ο ίδιος επισκέπτονταν  την Πολυδούρη όσο νοσηλεύονταν, βοήθησε τον Ζώτο όπως και άλλους. Η ποίηση του Μαλακάση θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι προδρομική για της μετέπειτα γενιές. 

Ἀγάπη

                                           Ἂς μὴ γυρίζει ὁ λογισμὸς στὰ χρόνια ἐκεῖνα πίσω.
                                           Κάλλιο μιὰ τέτοια θύμηση γιὰ πάντα νὰ χαθῇ,
                                           Ποιὸς ξέρει, τώρα θἄτανε γραφτὸ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω,
                                           Καὶ τόσο ποὺ καμμιὰ ποτὲ δὲν ἔχει ἀγαπηθῇ.
                                           Κι ἂν ἔφυγεν ἡ νιότη σου, ποὺ θλίβεσαι γιὰ δαὔτη,
                                          Ὡς γιὰ πουλὶ ποὺ πέταξε μἄλλα μαζὶ πουλιά,
                                          Περσότερο ἀπὸ μία ἄνοιξη τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει
                                          Τοῦ χινοπώρου τἄγγιγμα στὰ ὡραῖα σου τὰ μαλλιά.
                                           Κι ἀκόμα φτάνω ν᾿ ἀγαπῶ σ᾿ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα,
                                          - Τ᾿ ὁρκίζομαι στὰ μάτια σου ποὺ τόσο λαχταρῶ, -
                                          Τὸν ἥμερο κι ἀνέφελο καὶ τὸ γλυκὸ χειμῶνα,
                                         Ποὺ στὸ χλωμό σου πρόσωπο μία μέρα θὰ θωρῶ.
                                         Καὶ μάθε το, τὶς μελιχρὲς λαμπράδες τοῦ Δεκέμβρη,
                                         Καὶ τὶς φεγγαροσκέπαστες τοῦ Γενναριοῦ ὀμορφιές,
                                         Μήτε στὶς τρέλλες τ᾿ Ἀπριλιοῦ κανένας θὰ τὶς εὕρῃ,
                                         Μήτε καὶ στὶς μονότονες τοῦ Μάη καλοκαιριές..






Βασιλεύεις εσύ. Θωμάς Γκόρπας

Σε χαμηλωμένο φως που δεν ξέρει την περηφάνια
βασιλεύεις εσύ που την ξέρεις
Σε απαλήν εγκατάλειψη τραμπαλίζεται το χαμόγελό σου
φρέσκο φύλλο που παίζει με το βοριά.
Κι ως σηκώνεις τα χέρια σου και φωνάζεις ζήτω στην ομορφιά
λάμπουν σαν μέσα απο δροσιά οι μασχάλες σου
αγροτικά λουλούδια στην πρώτη τους ηλικία.


Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλλοτε η θάλασσα. Γιώργος Σαραντάρης.

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός




Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Μίνως Ζώτος.

Ο Μίνως Ζώτος γεννήθηκε στο Νεοχώρι Παραχελωίτιδας. Ήταν απόφοιτος της Παλαμαϊκής σχολής. Το 1922 θα γραφτεί στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την παρέμβαση του Μιλτιάδη Μαλακάση θα διοριστεί ταμίας στο Δήμο Αθηναίων. Τις σπουδές στη Νομική δε θα τις τελειώσει ποτέ λόγω της ξέφρενης ζωής που θα ακολουθήσει. Το 1928 θα γνωριστεί με την Μαρία Πολυδούρη για την οποία θα νιώσει σφοδρό έρωτα. Πολλές φορές απάγγελνε στίχους στο " φιλολογικό"  καφενείο " Το Μπάγκειον". Ο Ζώτος θα προσβληθεί απο φυματίωση και θα ξεψυχήσει το 1932 σε ηλικία 27 ετών.  Ανήκει στους ποιητές του μεσοπολέμου μαζί με τους "καταραμένους " της περιόδου αυτής, Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Τεύκρο Αμφείας κ.α.. η ποίηση παρουσιάζει επιρροή απο τα ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού.

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Δυνατή μπαλιά



Σημάδια αφήνουν οι ροδιές στην άσφαλτο
 απ’ τα  ποδήλατα των παιδιών.
Φωνάζουν, ρίχνουν μπαλιές δυνατά
ψηλά στις κολώνες
να τρομάξουν τα πουλιά.
Τρόμαξε η λήθη του μυαλού
Απ’ τις φωνές, απ’ τα πουλιά.
Ήρθε η εικόνα η σβησμένη
τα στήθη τα εφηβικά
κρύα
χωρίς του πόθου τη ζεστασιά
 άγευστα
από την πίκρα του άγουρου φιλιού.
Τ’ άλουστα τα μαλλιά, τα μπερδεμένα.
Τότε που δρόμους
στα πεζοδρόμια ζωγραφίζαμε
 που αγόρια  και κορίτσια
έπαιζαν  χωριστά .
Τότε που το καλοκαίρι φορούσαμε

σανδάλια πλαστικά.

Ποιητική συλλογή "  Προβέντζα"


Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Οι Ντορνοβαίοι.

Οι τοίχοι ήταν παλιοί βαμμένοι με λαδομπογιά, τεχνική μπογιατζήδων που από χρόνια δεν εφαρμόζεται. Η πλατιά τζαμαρία έδειχνε το δρόμοι και τους πεζοπόρους. Οι πάγκες μαρμάρινες. Καθιστός σε καρέκλα ψάθινη με ξύλινο σκελετό. Από κείνες που είχαν τα καφενεία. Το ένα πόδι κινούνταν νευρικά. Το άλλο ήταν μπαταρισμένο από τη εξορία. Τα φρύδια είχαν πλακώσει τα μάτια. Έδειξε σαν μη τον ένοιαξε που μπήκε κόσμος μέσα. Έτσι όμως έδειξε μόνο. Χωρίς να στρέψει κεφάλι η φωνή πνιχτή, κοφτή. Τα λόγια συγκεκριμένα του γέροντα Καπετάνιου.


-Γιατί ήρθες εδώ και γιατί τώρα; 



Ξέρεις πως έμαθα να χορεύω τσάμικο; Ήξερα όλους τους χορούς εκτός από τσάμικο. Χόρευα το καλύτερο ζεϊμπέκικο. Την πρώτη φορά στο πανηγύρι όταν ήρθε η ώρα μου να χορέψω δεν ήξερα.
-          Χόρεψε ζεϊμπέκικο μου λέει ένας
-          Τι λες μωρέ; τ’ απάντησα
-          Χόρεψε ζεϊμπέκικο Ντουρνόβα που σου λέω
Για να μη γίνω ρεζίλι που δεν ήξερα να χορεύω, άρχισα το ζεϊμπέκικο, πιασμένος από τα μαντήλι, κάνοντας πως χορεύω τσάμικο. Στο τέλος είχα χορέψει το καλύτερο τσάμικο και το χορεύω μέχρι τώρα.

από αριστερά: Χρήστος, Παντελής ( Καπετάνιος), Σπύρος Μοσχόπουλος ( Ντορνόβας) 

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Η Έννοια του πολύ.

Οι ανθρώπινες συμπεριφορές στις δυτικές κοινωνίες, θεωρητικά χαρακτηρίζονται από την ελευθερία επιλογής. Ελευθερία στην εργασία, ελευθερία στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ελευθερία στον τρόπο ζωής. Που ξεκινούν και που τελειώνουν οι ελευθερίες των ανθρώπινων συμπεριφορών; Οι αποφάσεις  μας είναι εντελώς αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών μας; Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι κάτι το οποίο κάθε άτομο διαμορφώνει πέρα από κανόνες και συμπεριφορές και εν τέλει είναι τελείως διαφορετική η κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά;
Οι κοινωνικές επιστήμες μας λένε ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές διαμορφώνονται από την κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα. Οι συμπεριφορές μαθαίνουν τα όρια τους μέσα σ’ αυτό το αξιακό πλαίσιο και παρουσιάζουν ελαφρές αποκλίνουσες συμπεριφορές μέσα στις κοινωνικές ομάδες. Ακόμα και οι αποκλίνουσες συμπεριφορές (παραβατικές) ως προς αυτό το αξιακό σύστημα είναι συγκεκριμένες γιατί μαζί με τον τρόπο ζωής η κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα έρχεται να θέσει και τα οικονομικά πρότυπα συμπεριφοράς. Η πλεονεξία, ο καταναλωτισμός, η μανιώδης τάση για ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα των προτύπων συμπεριφοράς που οι δυτικές κοινωνίες επιτρέπουν στα άτομα –μέλη τους, μιας και αυτές οι συμπεριφορές εξυπηρετούν την οικονομική παραγωγική διαδικασία. Η υιοθέτηση του δεκαδικού μαθηματικού συστήματος στις δυτικές επιστήμες έγινε ακριβώς γι αυτό το λόγο. Αντίθετα αφρικάνικές φυλές στα τέλη της δεκαετίας του ’90 τα μόνα αριθμητικά σύμβολα που χρησιμοποιούσαν ήταν το 1 και το 2, από κει και πέρα έλεγαν « πολλά» . Η έννοια του «πολύ» στις δυο αυτές κοινωνίες καθορίζει και την αντίληψη τους για τις οικονομικές συμπεριφορές τους.

Εύλογα θα πει κάποιος « και πρέπει να γίνουμε όπως οι αφρικανικές φυλές;». Εννοείται πως όχι. Κανείς δε λέει να πεινάσουμε ή να μη ντυθούμε. Όμως στις μέρες πραγματοποιείται μια ισοπέδωση των εννοιών στα πλαίσια διαφοροποίησης. Η καθαγίαση συντηρητικών πολιτικών ως πλέον μοναδικές και αξιόπιστες λύσεις είναι και αυτές που οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις. Οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού σκόπιμα λησμονούν ότι οι οικονομικές κρίσεις ξεκινούν από τα νεοφιλελεύθερα  χρηματιστήρια, σκόπιμα λησμονούν τη Lehman Brothers, σκόπιμα ξεχνούν τις καθημερινές καταρρεύσεις του οικονομικού τους μοντέλου. Η μόνη τους αναφορά προκειμένου να περιχαρακώσουν  τα επιχειρήματα τους ενάντια σε οποιαδήποτε άλλη σκέψη είναι η αναφορά στη δικτατορία της Β. Κορέας . Τελικό επιχείρημα ως αίτιο η πλεονεξία της ανθρώπινης φύσης, μόνο που κι εδώ σκόπιμα λησμονούν ότι το αξιακό τους σύστημα είναι αυτό που ήδη την έχει διαμορφώσει πλεονεκτική.

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων. " Νηπενθή" . Κώστας Καρυωτάκης.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»