Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Μπερδεμένο χρώμα ματιών

Μπερδεμένο χρώμα ματιών

Τινάζοντας την σκόνη
απ’ τα ρούχα της νεότητας
μου πέρασε η σκέψη απ’ το μυαλό
να σε πάω βόλτα για ένα ποτό.
Σιγοπαίζει  το ραδιόφωνο στ’ αμάξι
δυο φανάρια στη μέση του επαρχιώτικου δρόμου
με πείσμα προσπαθούν να τον δείξουν
σαν πρωτευουσιάνικη λεωφόρο.
Άφραγκος βράδυ παρασκευής.
Δείλιασα να σου μιλήσω
Έχεις και κείνο τ’ όνομα
που είχαν τα κορίτσια στις γειτονιές
όσο ακόμα υπήρχαν γειτονιές.
Όμως  οι διψασμένοι ουρανοί
μήτε οι γαληνεμένες θάλασσες
έχουν
το μπερδεμένο χρώμα των ματιών σου.

Ποιητική συλλογή Προβέντζα.


Η γυναίκα της Ζάκυθος.

Καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ μου, περσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτούς, γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, ὁποία πολεμάει νὰ βλάφτει τοὺς ἄλλους μὲ τὴ γλώσσα καὶ μὲ τὰ ἔργατα......

Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μισολόγγι καὶ συχνὰ ὀλημερνὶς καὶ καπότε ὀληνυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸ κανόνισμα τὸ πολύ.
Καὶ κάποιες γυναῖκες Μισολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τ᾿ ἀδέλφια τους ποὺ ἐπολεμούσανε.
 Στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νἄβγουνε καὶ ἐπροσμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ ν᾿ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἤτανε μαθημένες.Καὶ εἴχανε δούλους καὶ εἴχανε σὲ πολλὲς πεδιάδες καὶ γίδια καὶ πρόβατα καὶ βόϊδα πολλά.
Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὸ παρεθύρι τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψη γιὰ νἄβγουνε. Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες ἐχάσανε τὴν ντροπή, ἐτρέχανε ὀλημερνίς.
Καὶ ὅταν ἐκουραζόντανε ἐκαθόντανε στ᾿ ἀκρογιάλι κι ἀκούανε, γιατὶ ἐφοβόντανε μὴν πέσει τὸ Μισολόγγι.Καὶ τὲς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τὰ ἀνώγια καὶ τὰ χαμώγια, τὲς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια γυρεύοντας.
Καὶ ἐλαβαίνανε χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους. Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανένας τὸ ὄχι, γιατὶ οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἤτανε τὲς περσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὲς κανονιὲς τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μας.
Καὶ οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τὸ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ ἐκάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μισολόγγι καὶ κλαίοντας.
. Ὡστόσο ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος εἶχε στὰ γόνατα τὴ θυγατέρα της καὶ ἐπολέμαε νὰ τὴν καλοπιάσει.
Ἔβαλε λοιπὸν τὸ ζουρλάδι τὰ μαλλιά της ἀπὸ πίσω ἀπὸ τ᾿ αὐτιά, γιατὶ ἡ ἀνησυχία της τἄχε πετάξει, καὶ ἔλεγε φιλώντας τὰ μάτια τῆς θυγατρός της:
«Μάτια μου, ψυχή μου, νὰ γένεις καλή, νὰ πανδρευθεῖς, καὶ νὰ βγαίνουμε καὶ νὰ μπαίνουμε, καὶ νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο, καὶ νὰ καθόμαστε μαζὶ στὸ παρεθύρι νὰ διαβάζουμε τὴ θεία Γραφὴ καὶ τὴ Χαλιμά». Καὶ ἀφοῦ τὴν ἐχάϊδεψε καὶ τῆς φίλησε τὰ μάτια καὶ τὰ χείλια, τὴν ἄφησε ἀπάνου στὴν καθίκλα λέοντάς της: Νὰ καὶ ἕνα καθρεφτάκι καὶ κοιτάξου ποὺ εἶσ᾿ ὄμορφη καὶ μοῦ μοιάζεις.
Καὶ ἡ κόρη ποὺ δὲν ἤτανε μαθημένη μὲ τὰ καλὰ ἡσύχασε, καὶ ἀπὸ τὴ χαρά της ἐδάκρυσε.Καὶ ἰδοὺ μεγάλη ταραχὴ ποδιῶν, ὁποὺ πάντοτες αὔξαινε. Καὶ ἐσταμάτησε κοιτάζοντας κατὰ τὴ θύρα καὶ φουσκώνοντας τὰ ρουθούνια της.
Καὶ ἰδοὺ παρεσιάζουνται ὀμπρός της οἱ γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ. Ἐβάλανε τὸ δεξί τους στὰ στήθια καὶ ἐπροσκυνήσανε· καὶ ἐμείνανε σιωπηλὲς καὶ ἀκίνητες. «Και ἔτσι δά, πῶς; Τί κάνουμε; θὰ παίξουμε; Τί ὁρίζετε, κυράδες; Ἐκάμετε ἀναβαίνοντας τόση ταραχὴ μὲ τὰ συρτοπάπουτσα, ποὺ λογιάζω πὼς ἤρθετε νὰ μοῦ δώσετε προσταγές».
Καὶ ὅλες ἐμείνανε σιωπηλὲς καὶ ἀκίνητες· ἀλλὰ μία εἶπε: «Ἂμ᾿ ἔχεις δίκαιο. Εἶσαι στὴν πατρίδα σου καὶ στὸ σπίτι σου, καὶ μεῖς εἴμαστε ξένες καὶ ὅλο σπρώξιμο θέλουμε».Καὶ ἐτότες ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος τὴν ἀντίσκοψε καὶ ἀποκρίθηκε:

  «Κυρὰ δασκάλα, ὅλα τὰ χάσετε, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀκούω ἡ γλώσσα σᾶς ἔμεινε.

Εἶμαι στὴν πατρίδα μου καὶ στὸ σπίτι μου; Καὶ ἡ ἀφεντιά σου δὲν ἤσουνα στὴν πατρίδα σου καὶ στὸ σπίτι σου;




                                                                                                                                                    η γυναίκα της Ζάκυθος

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Οι Αρχάγγελοι της Κατερίνας

                       Μονάχα σας παρακαλώ μη μας κουτσομπολεύετε.
                                     Κι αφήστε τη δική μου Μυρτώ ήσυχη.
                                               Έτσι γεννήθηκε.
                                                 Λυπημένη.
Για όσους γνώριζαν την Κατερίνα Γώγου την περιγράφουν σαν τον συνεχή επαναστατικό άνθρωπο που δεν ήθελε να του αποδώσουν το χαρακτηρισμό του βολεμένου. Ποιήτρια της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς. Ακόμα, όπως και πολλών άλλων αυτής της περιόδου, το έργο της δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο της φιλολογικής έρευνας. Αν για το Βάρναλη η ποίηση πρέπει να είναι δρεπάνι, για τη Γώγου είναι ένα τσεκούρι ετοιμοπόλεμο «Η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω/είναι τσεκούρι στα χέρια μας/που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει,γυρίζει.γυρίζει. Η ποίηση της υπαρξιακή, ρεαλιστική, άλλοτε επιθετική, άλλοτε απολογητική. Πραγματοποιεί κύκλους, σκοπός, δράση αποτυχία, αδιέξοδα κι επανέρχεται. Η ποίηση της Γώγου έχει ένα υπόκωφο γιατί….γιατί δε βλέπεις; γιατί δε μιλας; γιατί σωπαίνεις; Και μια φανερή κραυγή… εδώ είμαι στα λέω άκου. Βλέπει την ασχήμια του όμορφα νοικοκυρεμένου  αλλά και την ομορφιά του « ασκημωμένου» κόσμου …είπανε για κείνο τον Αρχάγγελο […] πως ήταν αλκοολικός. Η Γώγου αγωνίζεται για τα δικαιώματα απομονωμένων κοινωνικά ομάδων στοχοποιείται από την ασφάλεια. Κοιτάζει την πραγματικότητα κατάματα κι επιλέγει την σύγκρουση, με κοινωνική δράση και μέσα από την ποιητική της. Oμως η σύγκρουση αυτή έχει συγκεκριμένη πορεία. Την απομόνωση ….. Από κείνη την Τρίτη ούτε που ξαναμιλησα σε ανθρώπους, την πνευματική κατάρρευσηΕίναι που δε μπορώ να ξεχωρίσω πια και μπερδεύω που σταματάει τ’ όνειρο και που αρχίζει η αλήθεια,  και τέλος την σωματικήΓι αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις/ πρόσεχε σε πρακαλώ πολύ πολύ/που θα μ’ αγκαλιάσεις.Πονάει εδώ./Κι εδώ. Κι εκεί. Μη!κι εδώ/ Κι εκεί.
Μετά η σιωπή.

Φεύγοντας η Κατερίνα πήρε μαζί ότι πιο σπουδαίο και τελευταίο από την διανόηση και  τα χρώματα της δεκαετίας του 90. Από κει ύστερα ξεκινά μια γενιά χωρίς προσδιορισμό χρονολογικό. Η γενιά της κραιπάλης και του flat.

A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα, 
μπορντέλα και πολυεθνικές, 
δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε.

A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενάρης του `77, σφάζουν εργάτες

A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες 
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι.

Αχ και να `ξερες ρε Σύντροφε τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε...
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.

A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες 
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

A ρε Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.


Προσθήκη λεζάντας