Γεννιέται στη Καλαμάτα αλλά μεγαλώνει στη Μάνη. Από μικρή
ηλικία γράφει τα πρώτα της ποιήματα. Η απώλεια των γονιών της , σε σύντομο
χρονικό διάστημα σημαδεύει τη ζωής της. Την εξοικειώνει με το θάνατο αλλά
παράλληλα την αφήνει να απελευθερώσει όλη την ευαισθησία της. Αποφασίζει να
σπουδάσει νομική και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ παράλληλα δουλεύει
στη Νομαρχία όπου έχει έρθει με μετάθεση. Εκεί θα γνωρίσει τον νεαρό ποιητή
Κώστα Καρυωτάκη. Ο Καρυωτάκης θα γοητευθεί από την συντροφιά της. Της διαβάζει
τα ποιήματα του. Εκείνη του δείχνει τα πρώτα της ποιήματα και ο Καρυωτάκης την
ενθαρρύνει να συνεχίσει να γράφει. Της μεταδίδει όμως και την απαισιοδοξία του.
Οι εντάσεις όμως μεταξύ τους είναι συχνές ο Καρυωτάκης μετατίθεται στην Πάτρα
ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό και η σχέση τους μοιάζει να φτάνει
στο τέλος της. Η Πολυδούρη το 1925 είναι γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους,
όμως αποφασίζει να τα εγκαταλείψει όλα και φεύγει για το Παρίση. Ο άστατος
τρόπος ζωής θα επιβαρύνει την υγεία της
και θα επιστρέψει στην Αθήνα. Οι γιατροί διαπιστώνουν ότι πάσχει από φυματίωση.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της , έρχεται η αναγνώριση και οι τιμές. Οι
κυρίες των σαλονιών οργανώνουν βραδιές προς τιμή της. Ο Σικελιανός πηγαίνει
κάθε βράδυ στο νοσοκομείο με την άμαξα του που τη σέρνουν δυο άσπρα άλογα να
την κάνει βόλτα στη νυχτερινή Αθήνα και να κατέβουν στο Φάληρο. Λίγο πριν την τελευταία του μετάθεση την
επισκέπτεται ο Καρυωτάκης. Φεύγοντας παίρνει μαζί του κάθε ελπίδα να κρατηθεί η
Πολυδούρη στη ζωή. Η αυτοκτονία του ποιητή θα ολοκληρώσει το Δράμα της.
Για την ποιητική της Πολυδούρη έχει γραφτεί
ότι εμπλέκει μανιάτικα μοιρολόγια και ότι η απλότητα της κρύβει τις ποιητικές
της ατέλειες. Η Πολυδούρη όμως γράφει σε στιγμές έντονου διαρκούς ερωτισμού με ότι συνεπάγεται αυτό. Την θέωση και τη ισοπέδωση. Μια ένταση που την κανει πραγματικότητα και στη ζωή της στα ξενύχτια της στην Αθήνα και στο Παρίσι. Δεν ήταν μελαγχολικό άτομο. Αντίθετα ήταν ενεργητική και δραστήρια. Οι στίχοι της απαλοί με μια συνεχή ροή γεμάτοι έντονο λυρισμό. Την 29η Απρίλη του
1930 η Σαπφώ της Μάνης αφήνει τη λύρα της
οριστικά να σωπάσει. Η Μαρία Πολυδούρη αγαπήθηκε όσο ζούσε, αγαπιέται
δεκαετίες μετά το θάνατο της.
ΠΟΙΟΣ
ΞΕΡΕΙ...
Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιών μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ
βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
|
Μαρία Πολυδούρη
ηλεκτρονική πηγή
https://www.google.gr/search?q=πολυδουρη ημερομ. επίσκεψης 24/02/2016 |
|
Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε... - οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους - δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν - εἴμασταν - δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. [...] Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...
Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.
Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη