«Και ο πατέρας ο πονεμένος ποιητής, εκείνος, ο οποίος τοσάκις
έχει κλαύσει και μοιρολογήσει τους πόνους άλλων, ήτο ήδη η εικών της αλάλου
λύπης, ήτο το άγαλμα της σιγώσης οδύνης. Επόνει το παιδί του και επόνει την
μητέρα εν ταυτώ. Λησμονών τον πόνον του, αυτός ο οποίος τόσον ειξεύρει να
διαβάζη εις την ψυχήν της συντρόφου του υπέφερε διπλασίως την οδύνην και των
δύω των.» Εφημερίς των Κυριών
Την 24η Φεβρουαρίου ο Παλαμάς θα δεχθεί ίσως το
μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής του. Το θάνατο του τετράχρονου γιου του Άλκη.
Καθ΄όλη τη διάρκεια νοσηλείας του Άλκη, ο Παλαμάς είχε καταπέσει ψυχικά. Ο
Χιώτης ποιητής Λάμπρος Πορφύρας γράφει σε συνεχείς επιστολές στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλου που
βρίσκεται την περίοδο αυτή στην Φιλανδία «Σπεύσον, χάνομεν τον Παλαμάν». Από την ημερομηνία θανάτου του Άλκη, ο Παλαμάς ξεκινά την
σύνθεση του πατρικού θρήνου και τον ολοκληρώνει στις 9 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς.
« Ο Τάφος» είναι ο πατρικός θρήνος του Παλαμά για τον θάνατο του γιου του. Ο ίδιος
κατά τη διάρκεια της συγγραφής έχει εσωτερικές ανησυχίες και αμφιβολίες αν
πρέπει να προχωρήσει, φοβούμενος μη κατηγορηθεί για εκμετάλλευση του θανάτου
του τέκνου του. Η μουσικότητα, ο πόνος που διακατέχει τη συλλογή αυτή βρίσκει
μεγάλη απήχηση. Επανεκδίδεται τρεις φορές, μεταφράζεται στα αγγλικά και στα
γαλλικά.
ΤΑΦΟΣ (απόσπασμα)
...........................................
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας, γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας. Ἥσυχα καὶ σιγαλά, ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα, σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα! ......................................... |
Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω. Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω. Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια, πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας μαλλάκια μεταξένια. Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα καθὼς θὰ σὲ κυττάξει, τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο καὶ σὲ παραπετάξει! Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει ὁ μαῦρος καβαλλάρης, κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του, τίποτε νὰ μὴν πάρεις. Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς, φτωχὸ κομμένο δυόσμο! Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις... βάλε τὰ σημάδια σου τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις, κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο, μικρὸ σὰ χελιδόνι, κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν παλικαριοῦ στὴ ζώνη, κύτταξε καὶ γέλασε τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο, γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω, καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας, γίνε ἀεροφύσημα καὶ γλυκοφίλησέ μας! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου