Στις
αρχές του 20ου κορυφώνεται το «μουσικό ζήτημα». Η διαμάχη « παραδοσιακών»
και «προοδευτικών». Η ευρωπαϊκή επιρροή την περίοδο αυτή αυξάνεται και γίνεται
σχεδόν καθολική. Η έννοια του όρου « εθνική μουσική» μεταβάλλεται. Ικανοί ώστε να δημιουργήσουν «εθνική
μουσική» θεωρούνται όσοι έχουν ακολουθήσει πλήρεις σπουδές δυτικής μουσικής. Ο
πλέον δυναμικός φορέας αυτών των αντιλήψεων είναι ο Μανώλης Καλομοίρης. Οι
μουσικές του σπουδές ξεκινούν από την Κωνσταντινούπολη με μαθήματα πιάνου. Θα
συνεχίσει στη Βιέννη και θα διδάξει μουσική στο Χάρκοβο της Ουκρανίας στη
μουσική σχολή Ομπολένσκι.
Ο Καλομοίρης θ ανοίξει μέτωπο με τους επτανήσιους
μουσικούς. Θα τους αποκαλέσει περιφρονητικά « Ιταλούς» ( παραπέμποντας στα
μουσικά τους πρότυπα). Αμφισβητεί την ελληνικότητα της μουσικής τους και θεωρεί
ότι η « Ελληνική εθνική μουσική» πρέπει να στηριχθεί στη γερμανική μουσική. Το
1919 με ηγέτη τον Καλομοίρη θα ιδρυθεί το Ελληνικό Ωδείο, με παραρτήματα σε
συνοικίες στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία. Το 1926 ο Καλομοίρης μαζί με
παραιτηθέντες μουσικούς θα ιδρύσει το Εθνικό Ωδείο. Αγαπημένος ποιητής του Καλομοίρη
ο Κωστής Παλαμάς, του οποίου έργα θα μελοποιήσει. Οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι
αποτέλεσαν δυο κύκλους τραγουδιών με συνοδεία ορχήστρας. Ο Καλομοίρης θα κάνει
χρήση των μοτίβων του Βάγκνερ, η σχέση του όμως με τη βαγκνέρεια μουσική θα
παραμείνει επιφανειακή καθώς ο Καλομοίρης λυρικός μην έχοντας η μουσική του τον
Βαγκνερικό παλμό ακόμα και όταν είναι πολυφωνικά πυκνωμένη.